- οχταμηνίτικος
- -η, -οαυτός που διαρκεί οχτώ μήνες, ή γίνεται σε οχτώ μήνες ή γεννιέται σε οχτώ μήνες: Γεννήθηκε οχταμηνίτικο το μωρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.